- βρέχτης
- ο1) поливальщик;
ο Φλεβάρης είναι βρέχτης — февраль— дождливый месяц;
2) водосточная труби
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο Φλεβάρης είναι βρέχτης — февраль— дождливый месяц;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βρέχτης — ο [βρέχω] 1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης») 2. η υδρορροή της στέγης 3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου … Dictionary of Greek
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
βρεχτούρα — η [βρεχτός] 1. το ραντιστήρι του αγιασμού 2. ο βρέχτης των σιδηρουργών … Dictionary of Greek